Με λένε Ιμάν και έχω εφτά παιδιά, πέντε αγόρια και δυο κορίτσια. Έφτασα στην Ελλάδα 8 Αυγούστου 2017 με τα έξι μου παιδιά. Το έβδομο το γέννησα εδώ, πριν από δύο χρόνια.
Παντρεύτηκα 17 χρονών. Ήταν η ζωή μου ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Όταν ήμουν στο Ιράκ είχα πάρα πολλά προβλήματα με τον σύζυγο. Με χτυπούσε, δεν είχα φαγητό, δεν είχα ρούχα, δεν υπήρχε σεβασμός. Σαν να μην ήμουν άνθρωπος. Στο σπίτι με χτυπούσαν όλοι, η μάνα του, τα αδέρφια του.. ο άντρας μου ο ίδιος χτυπούσε εμένα και τα παιδιά μου. Έντεκα μέρες αφού είχα γεννήσει με χτύπησε τόσο πολύ που μου ξερίζωσε μια τούφα από τα μαλλιά. Η ζωή μας ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ήμασταν οχτώ άτομα σε ένα δωμάτιο. Με όλα αυτά τα προβλήματα αποφάσισα να φύγω, δεν είχα άλλη λύση. Δυο χρόνια προσπαθούσα να φύγω από το Ιράκ. Η μάνα του άντρα μου, μου κρατούσε το διαβατήριο και δεν μου το έδινε, δεν με άφηνε να φύγω. Μίλησα με τον σύζυγο τελικά και συμφώνησε να φύγουμε. Η μητέρα και τα αδέρφια του διαφωνούσαν. Φύγαμε για να πάμε σε κάποια άλλη χώρα, όχι να μείνουμε στην Ελλάδα. Κάπου που θα μπορούσε ο άντρας μου να δουλέψει, αυτός δεν ήξερε κάποια δουλειά, ήταν στρατιώτης.
Με τον σύζυγο χωρίσαμε πριν δυο χρόνια. Δεν θέλω να ξέρω πού είναι, τι κάνει. Στην Ελλάδα ήταν χειρότερα από το Ιράκ. Όταν φτάσαμε εδώ βρήκε ελευθερία, βρήκε τα πάντα. Σε μας, δεν έδινε καμία φροντίδα, φαγητό, ρούχα, τίποτα. Άρχισε να πίνει, συνέχισε να μας χτυπάει, να φωνάζει, ακόμη πιο πολύ. Μας χτυπούσε με το παραμικρό. Ακόμη και όταν μιλούσα, με χτυπούσε. Όταν είχαμε φτάσει στη Σάμο, από το Ιράκ, ένα βράδυ στη σκηνή με χτύπησε τόσο πολύ που κόντεψε να με σκοτώσει. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε στην Ελλάδα. Μας πήρε μια οργάνωση και μας πήγε στα Γιάννενα. Εκεί ήταν η δεύτερη φορά που με χτύπησε τόσο πολύ. Στα παιδιά φερόταν πολύ σκληρά. Τα έβαζε να είναι δυο ώρες όρθια με το ένα πόδι στον τοίχο, τιμωρία. Έσπαγε τις σκούπες πάνω τους, τα χτυπούσε πάρα πολύ. Κάθε εβδομάδα έσπαγε τρεις σκούπες. Μια μέρα χτύπησε τόσο πολύ τον μεγάλο μου γιο που κατουρήθηκε πάνω του.
Την τελευταία φορά που με χτύπησε ήμουν έγκυος δύο μηνών. Μέναμε στην Πατησίων τότε. Με χτύπησε πάρα πολύ και προσπάθησε να με πνίξει. Ήθελε να με σκοτώσει. Ήμουν πολύ άρρωστη, δεν είχα καθόλου δύναμη. Βγήκα από το σπίτι μόλις έφυγε και πήγα σε μια φίλη μου που έμενε κοντά, έβγαζα αίμα από το στόμα, χωρίς μαντίλι, τα μαλλιά μου ήταν ξέμπλεκα. Η φίλη μου με ρώτησε γιατί να μην του κάνω καταγγελία, μήνυση. Και γω απάντησα ότι δεν ξέρω, είχα φόβο τότε, δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν και την αστυνομία. Έμεινα περίπου μία ώρα στη φίλη μου, μετά γύρισα στο σπίτι μαζί με την κόρη της φίλης μου γιατί δεν μπορούσα μόνη μου, και έμεινα ξαπλωμένη όλο το βράδυ. Δεν είχα δύναμη να κάνω το οτιδήποτε. Δεύτερη μέρα έμειναν τα παιδιά χωρίς φαγητό. Αυτός δεν έκανε τίποτα. Δεν μπορούσα να βγω έξω, έδωσα δέκα ευρώ στον μεγάλο μου γιο να πάρει ψωμί και τυρί. Το πρωί άκουσα τον σύζυγο να τον χτυπάει και να λέει στη μάνα του στο τηλέφωνο ότι θα πάρει τα παιδιά να γυρίσει πίσω. Δεν άκουσα τι είπε η μάνα του, αλλά άκουσα τι είπε αυτός. Είπε ότι θέλει να με σκοτώσει και να πάρει τα παιδιά του και να φύγει.
Ήξερα ότι την επόμενη φορά θα με σκοτώσει. Αν δεν σκότωνε εμένα, θα σκότωνε το μεγάλο μου παιδί. Αυτόν χτυπούσε πιο πολύ από τα άλλα. Τον έπιανε και τον πετούσε κάτω. Το παιδί μου είχε πρόβλημα, ψυχολογικό, περνούσε πολύς χρόνος χωρίς να φάει. Κι εγώ προσπαθούσα να του δίνω κάτι κρυφά να φάει, όταν πήγαινε αυτός στην τουαλέτα. Αποφάσισα ότι πρέπει να πάρω τα παιδιά μου και να φύγω. (..)
Μείναμε στη φίλη μου εφτά μέρες. Δεν βγήκαμε έξω καθόλου. Σε ένα μικρό κρύο δωμάτιο, χωρίς κουβέρτες. Αλλά εντάξει, το περάσαμε κι αυτό. Ευτυχώς μας βρήκε σύντομα άλλο σπίτι η οργάνωση που μας είχε, στην Αχαρνών. Μετά από 14 μέρες, κάναμε τη μετακόμιση και μας πήγαν στο Παγκράτι για 7 μήνες. Δεν ξέρω πώς έμαθε πού είμαστε, μάλλον με παρακολούθησε από την Ομόνοια που πήγα μια μέρα. Έφτασε στο σπίτι και χτυπούσε την πόρτα να μπει μέσα. Μίλησα με τον δικηγόρο και μου είπε να φωνάξω την αστυνομία. Τρομάξαμε πολύ. Ήταν 6 το πρωί. Κάλεσα την αστυνομία και ευτυχώς τον έδιωξε. Είπα στην οργάνωση ότι δεν μπορώ να μείνω άλλο σε αυτό το σπίτι, αφού έμαθε που είμαστε. Μείναμε δυο μέρες κλεισμένοι στο σπίτι, ούτε σκουπίδια δεν πέταξα. Ήρθαν μας πήραν από άλλη οργάνωση τελικά και μας πήγαν στην Κυψέλη. Εκεί γέννησα. Μετά μας πήγαν πάλι στου Ζωγράφου. Μετά πάλι Αχαρνών. Μετά μας έφεραν εδώ, στους Γιατρούς.
Σε όλες αυτές τις αλλαγές, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο;
Σε όλα τα σπίτια μέναμε κρυφά. Περπατούσα στον δρόμο και έτρεμα. Φοβόμουν μήπως μας βρει – για αυτό δεν έστελνα τα παιδιά στο σχολείο, μήπως τα βρει και πάει να τα πάρει. Έζησα τρεις-τέσσερις μήνες χωρίς να πάω στον γιατρό, φοβόμουν. Έζησα με πολύ φόβο.
Εδώ στο κέντρο πώς είναι η ζωή;
Εδώ είναι διαφορετικά. Όταν έφτασα εδώ ένιωσα ότι έχω δύναμη, ότι έχω κόσμο μαζί μου. Έμαθα ότι πρέπει να απαντάω, να μην φοβάμαι. Τώρα χαμογελώ, μιλάω με τον κόσμο. Εδώ νιώθω ασφαλής. Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο ξανά. Και ‘γω μαθαίνω και ελληνικά.
25 Νοεμβρίου είναι η ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Τι μήνυμα θα έδινες γι’ αυτήν την ημέρα; Τι συμβουλή θα έδινες στις κόρες σου;
Να διαλέξουν τον σωστό άνθρωπο, να μην έχουν παράδειγμα τον δικό μας γάμο. Να έχουν αγάπη, όχι τσακωμούς και βία. Να μένουν στο σπίτι μόνοι τους, όχι με τους γονείς και τα αδέρφια. Να είναι δυνατές, να παίρνουν αποφάσεις. Και αν καταλάβουν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι καλός, να τον χωρίσουν την πρώτη μέρα. Να μην μείνουν χρόνια μαζί του, όπως εγώ. Κάθε άνθρωπος πρέπει να μάθει, όταν πέφτει κάτω να σηκώνεται, να έχει δύναμη.